- ασαράντιστος
- ασαράντιστος, -η, -ο και ασαράντιγος, -η, -ο1. (για νεκρούς), αυτός που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από το θάνατό του: Ο άντρας της ασαράντιστος κι εκείνη πάει εδώ κι εκεί.2. (για λεχώνα), αυτή που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από τον τοκετό: Δεν κάνει επισκέψεις, γιατί είναι ασαράντιστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.